συναλίσκομαι

συναλίσκομαι
Α
1. αιχμαλωτίζομαι μαζί με άλλους
2. (για ψάρια ή ζώα) πιάνομαι στο δίχτυ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἁλίσκομαι «αιχμαλωτίζομαι, συλλαμβάνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”